ασκόρπιστος

ασκόρπιστος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει διασκορπιστεί
2. εκείνος που δεν έχει σπαταληθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ασκόρπιστος — η, ο αυτός που δε σκορπίστηκε, δε σπαταλήθηκε άσκοπα: Απ όσα κληρονόμησε τίποτε δεν άφησε ασκόρπιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάχυτος — η, ο (Α ἀδιάχυτος, ον) [διαχέω] αυτός που δεν εκδηλώνεται, δεν εξωτερικεύεται αρχ. 1. που δεν μαλακώνει με το ψήσιμο 2. αδιάλυτος, ασκόρπιστος 3. (για πρόσωπα) ο μη σπάταλος ή άσωτος 4. (για ύφος λόγου) περιεκτικός, πυκνός 5. το ουδ. ως ουσ. τό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”